λιθάργυρος

λιθάργυρος
λιθάργυρος
litharge
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθάργυρος — Κοινή ονομασία του οξειδίου του μολύβδου με χημικό τύπο PbO. Βρίσκεται σε μορφή ερυθροκίτρινης σκόνης με πολύ μεγάλη πυκνότητα (ειδική πυκνότητα: 9,53) και παρασκευάζεται με θέρμανση του μολύβδου στον αέρα. Μολονότι έχει τις ίδιες τοξικές… …   Dictionary of Greek

  • λιθάργυρος — ο οξείδιο του μολύβδου που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλοιφών και εμπλάστρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθαργύρου — λιθάργυρος litharge fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθαργύρῳ — λιθάργυρος litharge fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθάργυρον — λιθάργυρος litharge fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • litargirio — (Del lat. lithargyrum < gr. lithargyros.) ► sustantivo masculino 1 MINERALOGÍA Monóxido de plomo de color amarillo casi rojizo, que es ligeramente soluble en agua, que se oxida al ponerlo al rojo y se convierte en minio. SINÓNIMO [litarge]… …   Enciclopedia Universal

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθαργυροφανής — λιθαργυροφανής, ές (Α) αυτός που έχει όψη λιθαργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθάργυρος + φανής (< θ φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. νυκτι φανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”